- ιζηματογένεση
- Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή. Το χαρακτηριστικό των ιζηματογενών πετρωμάτων είναι ότι περιέχουν συνήθως απολιθώματα, γεγονός που δεν συμβαίνει ποτέ στα εκρηξιγενή πετρώματα. Ανάλογα με το περιβάλλον όπου συμβαίνει η ι., τα ιζήματα ονομάζονται χερσαία, μεικτά, μεταβατικά ή θαλάσσια.
Για να συμβεί η χερσαία ι. είναι απαραίτητο να υπάρξουν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες, και πιο συγκεκριμένα, η καταβύθιση μιας αρκετά εκτεταμένης περιοχής σε συσχετισμό με ένα σύστημα ρηγμάτων, ώστε να δημιουργηθεί μια τεκτονική τάφρος ή φαινόμενα απόθεσης υλικών. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να συμβάλλουν είναι οι παγετώνες, η επιφανειακή αλλοίωση των πετρωμάτων, η αιολική δράση και οι κλιματικοί παράγοντες. Οι χερσαίες φάσεις διακρίνονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με τον τόπο και τους παράγοντες που τις δημιουργούν: αλλουβιακές ή ποτάμιες, που συμβαίνουν όταν μειώνεται η μεταφορική ισχύς του ποταμού, οπότε τα υλικά που μεταφέρει συσσωρεύονται στα σημεία όπου η κλίση του εδάφους ελαττώνεται· λιμναίες, όταν η απόθεση των υλικών γίνεται μέσα σε λίμνες· μορενικές, όταν προέρχονται από την κίνηση των παγετώνων· αιολικές, όταν οφείλονται στη δράση του ανέμου· μετεωρικές, όταν προέρχονται από την αποσάθρωση των πετρωμάτων που προκαλούν τα μετεωρικά κατακρημνίσματα. Τα μεικτά ή μεταβατικά ιζήματα αποτίθενται κοντά στις εκβολές των ποταμών ή σε λιμνοθάλασσες. Έτσι, παρουσιάζουν μια μεταβατική κατάσταση μεταξύ χερσαίων και θαλάσσιων ιζημάτων, γιατί η θάλασσα μέσω των παλιρροιών επιδρά στην περιοχή απόθεσης των ιζημάτων.
Τα ιζήματα αυτά παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την παλαιογεωγραφική μελέτη μιας περιοχής.
Η θαλάσσια ι., που γίνεται δηλαδή σε θαλάσσιο περιβάλλον, προκαλεί ιζηματογενείς σχηματισμούς πολύ πιο σημαντικούς σε έκταση και πάχος και πολύ πιο διαδεδομένους από τους χερσαίους. Οι θαλάσσιοι ιζηματογενείς σχηματισμοί διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στα κλαστικά ιζήματα, που αποτελούνται από στοιχεία πετρωμάτων που προϋπήρχαν, μεταφέρθηκαν από τους ποταμούς και αποτέθηκαν μέσα στη θάλασσα, όπου συγκολλήθηκαν με μια ορυκτή κόλλα (ασβεστολιθική ή άλλης φύσης ουσία)· στα οργανογενή ή βιογενή πετρώματα, που έχουν σχηματιστεί από ζωντανούς οργανισμούς, όπως ασβεστολιθικά φύκη, σπόγγους, κοράλλια κλπ., ή από τη συσσώρευση κελυφών ασπόνδυλων οργανισμών (τρηματοφόρα ραδιολάρια, μαλάκια κλπ.)· στα χημικά ιζήματα (πελαγικά πετρώματα), που σχηματίζονται στις βαθιές θάλασσες με τον διαχωρισμό των λεπτότατων μορίων που αιωρούνται ή με την καθίζηση των διαλυμένων ουσιών. Ανάλογα με το περιβάλλον της ι., διακρίνονται συνήθως οι ακόλουθες φάσεις θαλάσσιων ιζημάτων: παράκτια φάση, όταν τα ιζήματα έχουν αποτεθεί κατά μήκος των ακτών –στη ζώνη δηλαδή που υφίσταται την επίδραση της παλίρροιας– και αποτελούνται από κροκαλοπαγή, άμμους, ψαμμίτες και μαργαϊκές αργίλους· νηρεϊτική φάση, όταν τα ιζήματα αποτίθενται στη ζώνη του θαλάσσιου κύματος (κυματογενή) και αποτελούνται κυρίως από ασβεστόλιθους απολιθωματοφόρους (βάθος έως 130 μ.), σχηματίζοντας μία ζώνη που συμπίπτει με την ηπειρωτική επιφάνεια· βαθύαλη φάση, όταν η απόθεση γίνεται σε θαλάσσιο βάθος 130-2.000 μ. και συμπίπτει με τις πλαγιές των ηπείρων· αβυσσική, όταν η απόθεση των ιζημάτων, που αποτελούνται από λεπτότατης μορφής υλικά, γίνεται σε βάθος από τουλάχιστον 2.000 μ. μέχρι 12.000 μ.
Τα κλαστικά ιζήματα που αποτίθενται στις πλαγιές των ηπείρων είναι συνήθως ασύνδετα και χαλαρά. Όσο πιο μεγάλες τιμές έχει η κλίση του εδάφους τόσο τα ιζήματα αυτά βρίσκονται σε μια ασταθή ισορροπία. Αρκεί μια απότομη αλλαγή των φυσικών συνθηκών του περιβάλλοντος (σεισμικές δονήσεις, ισχυρές παλίρροιες, τυφώνας κλπ.) για να προκληθεί μια υποθαλάσσια καθίζηση. Έτσι, δημιουργείται μια αναταραχή που δεν περιορίζεται στους πρόποδες των πλαγιών, αλλά έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά των κλαστικών υλικών των ιζημάτων αυτών και τη δεύτερη εναπόθεσή τους, πολλές φορές σε αξιόλογες αποστάσεις. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται αναϊζηματογένεση.
ιζηματογενή πετρώματα. Κατηγορία πετρωμάτων που σχηματίζονται από καθίζηση υλικών σε περιβάλλον ρευστό, από νερό και –σπανιότερα– από αέρια, στην επιφάνεια της ξηράς και στις λεκάνες θαλασσών ή ωκεανών. Η καθίζηση αυτή μπορεί να γίνει μηχανικά (με την επίδραση των δυνάμεων της βαρύτητας κλπ.), χημικά (από υδάτινα διαλύματα, όταν αυτά φτάνουν τη συγκέντρωση κορεσμού κλπ.) καθώς και από βιογενείς αιτίες. Ανάλογα με τον χαρακτήρα της καθίζησης, τα ιζηματογενή πετρώματα διακρίνονται σε κλασικά, χημικά και ιθαγενή.
Τα κλαστικά ή θραυσματογενή πετρώματα σχηματίζονται από θραύσματα άλλων πετρωμάτων και διακρίνονται σε έκλυτα ή χαλαρά και συμπαγή. Τα έκλυτα πετρώματα προέρχονται από προϋπάρχοντα πετρώματα που καταστράφηκαν από το νερό, τον άνεμο ή τους παγετώνες (άμμοι, ψηφίδες, χαλίκια, κροκάλες κλπ.). Τα συμπαγή πετρώματα, όπως οι ψαμμίτες, οι σχιστόλιθοι, τα κροκαλοπαγή κλπ., προέρχονται από τη συγκόλληση των έκλυτων πετρωμάτων με κάποια ορυκτή συνδετική ύλη (για παράδειγμα, το τσιμέντο). Τα βιογενή ιζηματογενή πετρώματα σχηματίζονται από τη συσσώρευση και τη συγκόλληση λειψάνων ζωικών και φυτικών οργανισμών και την αποκρυστάλλωσή τους. Οι κύριες ομάδες είναι οι ασβεστόλιθοι, οι δολομίτες και τα καύσιμα πετρώματα, ενώ οι κοραλλιογενείς ασβεστόλιθοι σχηματίζονται από οργανισμούς που ζουν σε αποικίες.
Τα ιζηματογενή πετρώματα σχηματίζουν στρώματα, φακούς και άλλα γεωλογικά στρώματα, τα οποία υπάρχουν στον φλοιό της Γης κάθετα, οριζόντια, πλάγια ή σε μορφή σύνθετων πτυχώσεων, ενώ τα περισσότερα από αυτά χαρακτηρίζονται από φυλλώδη δομή. Ο σχηματισμός (η ι.) και η κατανομή τους στην επιφάνεια της Γης καθορίζεται κυρίως από τις κλιματικές συνθήκες. Έτσι, στις περιοχές υγρού κλίματος σχηματίζονται αργιλούχα, σιδηρούχα ή μαγγανιούχα πετρώματα, στις ξηρές περιοχές δημιουργούνται δολομίτες, καλιούχα άλατα κ.ά., ενώ στις πολικές περιοχές συναντώνται διάφορα κλαστικά πετρώματα που προέρχονται από αποσάθρωση. Τα ιζηματογενή πετρώματα αποτελούν περίπου το 10% της μάζας του γήινου φλοιού και καλύπτουν το 75% της επιφάνειας της Γης, ενώ η κύρια μάζα τους συγκεντρώνεται στις ηπείρους.
ιζηματογενής λεκάνη. Μικρής ή μεγάλης έκτασης λεκάνη, στην οποία συγκεντρώνονται ιζήματα από τις γύρω περιοχές. Ιζηματογενείς λεκάνες αποτελούν, για παράδειγμα, οι θάλασσες όπου καταλήγουν ιζήματα από τα χερσαία τμήματα που τις περιβάλλουν.
Σχηματική παράσταση της επίκλυσης (transgression) (A) και της αποχώρησης (regression) της θάλασσας (Β). Στην πρώτη περίπτωση παριστάνεται η απόθεση ιζημάτων βαθιών θαλασσών (ασβεστόλιθοι, μάργες, άργιλοι) ως προς τις αποθέσεις της παράκτιας ζώνης (άμμοι, ψαμμίτες, κροκαλοπαγή). Στη δεύτερη περίπτωση, η απόθεση γίνεται κατά την αντίστροφη σειρά. Ως παράδειγμα αναφέρονται τρεις στρωματογραφικές σειρές: μία επίκλυσης (Γ), μία αποχώρησης (Δ) και μία σύνθετη (E), κατά την οποία την επίκλυση έχει διαδεχθεί αποχώρηση. Στη φωτογραφία, δύο ιζηματογενή πετρώματα, το ένα πάνω στο άλλο? στο ανώτερο ίζημα, που προέκυψε ύστερα από μία υποθαλάσσια καθίζηση, έχουν αποτεθεί πρώτα τα χονδρόκοκκα υλικά, επειδή έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα καθίζησης από τα λεπτομερή.
* * *ηγεωλ. διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση αιώρησης ή διάλυσης μέσα σε ένα ρευστό.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentation < sediment «ίζημα» < λατ. sedimentum «καθίζηση» < λατ. sedeo «κάθομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.